- εριώπης
- ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< *ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικόπρβλ. ελίκ-ωψ, μύ-ωψ + κατάλ. -ης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριῶπα — ἐριώπης large eyed masc voc sg ἐριώπης large eyed masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριώπην — ἐριώπης large eyed masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek